Τρίτη 29 Ιουνίου 2010

Η Προσέγγιση Ανοιχτού Κώδικα στη Δημόσια Πολιτική: Η περίπτωση OLPC στην Ελλάδα

 Γράφει ο Βασίλης Κωστάκης - ΟΙΚΟΝΟΜΟΛΟΓΟΣ ..... 
Βιογραφικό του συγγραφέα
Ο Βασίλης Κωστάκης έχει σπουδάσει διοίκηση επιχειρήσεων, διαχείρηση πληροφοριών, πολιτική θεωρία και διακυβέρνηση τεχνολογίας στο Πανεπιστήμιο της Μακεδονίας (πτυχίο), Πανεπιστήμιο του Άμστερνταμ (Master of Science), και στο Τεχνολογικό Πανεπιστήμιο του Ταλίν (Master of Arts). Αυτή τη στιγμή, είναι υποψήφιος για διδακτορική διατριβή στην διακυβέρνηση τεχνολογίας στο Τεχνολογικό Πανεπιστήμιο του Ταλίν∙ μέλος του Ιδρύματος Ομότιμων P2P∙ και συνεργάτης του διαδυκτιακού περιοδικού Re-public. Ο συγγραφέας θα επιθυμούσε να εκφράσει την ευγνωμοσύνη του στους Γιώργο Παπανικολάου, Παύλο Χατζόπουλο, Θανάση Πρίφτη, Γιάννη Κασκαμανίδη, Wolfgang Dreschler, και Γιώργο Δαφέρμο για τη συνεχή βοήθειά τους, την κριτική και τις συμβουλές. Επιπλέον ευχαριστεί για την οικονομική ενίσχυση μέσω της υποτροφίας για το 2009 – 10 του Εσθονικού Ιδρύματος Επιστημών (ESF) για έρευνα πάνω στην «Δημόδια Διοίκηση και Πολιτική Καινοτομίας».

Προσφάτως έχει παρατηρηθεί μια ριζοσπαστική αλλαγή στην οργάνωση της παραγωγής της πληροφορίας. Το μοντέλο λογισμικού ανοιχτού κώδικα έχει προξενήσει ενδιαφέρον ως εναλλακτική μέθοδος άυλης παραγωγής (π.χ. πληροφορία, γνώση και πολιτισμός) στους μελετητές και στους επαγγελματίες. Η δωρεάν διαδικτυακή εγκυκλοπαίδεια Wikipedia καθώς και οι εφαρμογές Ελεύθερου Λογισμικού/ Λογισμικό Ανοιχτού Κώδικα (ΕΛ/ΛΑΚ, όπως το Linux και Mozilla Firefox), θεωρούνται επιτυχημένα παραδείγματα που ακολουθούν την Προσέγγιση Ανοιχτού Κώδικα στην παραγωγή και τον τρόπο διακυβέρνησης τους.
Σ΄ αυτό το δοκίμιο, το ΕΛ/ΛΑΚ έχει μια διπλή υποδήλωση. Πρώτον, σχετίζεται με τη χρήση των εφαρμογών ΛΑΚ, σαν το Sugar (το λογισμικό του OLPC ΧΟ-1) σε ζητήματα δημόσιας πολιτικής. Δεύτερον, αναφέρεται σε νέους τρόπους κοινωνικο-οικονομικής οργάνωσης που έχουν κοινά χαρακτηριστικά μ’ εκείνους που ακολουθούνται κατά την παραγωγή έργων ΕΛ/ΛΑΚ, π.χ. συνεργασία∙ κοινοκτημοσυνη∙ αλληλεγύη∙ δικτύωση∙ και αυτονομία. Η διαδικασία ΕΛ/ΛΑΚ, σύμφωνα με τα λόγια του Weber (2005, σ. 14), είναι «ένα στοίχημα εξίσου σημαντικό όσο κι ο ίδιος ο κώδικας και πιθανώς πιο θεμελιώδης είναι η διαδικασία με την οποία κατασκευάζεται ο κώδικας». Αυτό το δοκίμιο θα αποπειραθεί να πάει το επιχείρημα αυτό πιο μακριά και να εξερευνήσει πως μια Προσέγγιση Ανοικτού Κώδικα θα μπορούσε να επηρεάσει την τρέχουσα πολιτική, ρίχνοντας φως στις πολιτικές του ΕΛ/ΛΑΚ, βασιζόμενος σε μια περίπτωση από την Ελλάδα: την πρωτοβουλία Ένας Φορητός Υπολογιστής Για Κάθε Παιδί (One Laptop Per Child).
Η Προσέγγιση Ανοιχτού Κώδικα και η Ελληνική Κρίση..........

Είναι εμφανές πως τελευταία η Ελλάδα αντιμετωπίζει σοβαρά κοινωνικο-οικονομικά προβλήματα. Το εθνικό χρέος (από 216.9 που ήταν το 2005 έφτασε στα 299.4 δισεκατομμύρια Ευρώ το 2009) είναι το 12.5% του Εθνικού Ακαθάριστου Προϊόντος ενώ τα καθαρά έσοδα έχουν μειωθεί κατά 10 δισεκατομμύρια Ευρώ και τα έξοδα έχουν αυξηθεί κατά 4.3 δισεκατομμύρια Ευρώ. Μαύρη οικονομία∙ έλλειψη διαφάνειας και επακόλουθη διαφθορά∙ γραφειοκρατία∙ και νεποτισμός, κυριαρχούν στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική σκηνή, στηλιτεύοντας την εσωτερική σταθερότητα του συστήματος. Ο ιδιωτικός τομέας είναι στενά συνδεδεμένος με τις κρατικές δραστηριότητες, εμποδίζοντας την ανάπτυξη μιας δημιουργικής και κοινωνικο-οικονομικά αποτελεσματικής ανταγωνιστικής αγοράς. Τα σύνθετα προβλήματα της φτώχειας∙ η ανεργία και η επισφάλεια∙ ο υπερδανεισμός∙ τα ανεπαρκή συστήματα παιδείας, υγείας και ασφάλειας, χρειάζονται ευρείες λύσεις και συνασπισμούς συνέργειας. Μπορεί να υποστηριχτεί πως αν δεν υιοθετηθούν καινοτόμες προσεγγίσεις, η κρίση θα γίνεται όλο και πιο βαθειά. Αυτό που υποστηρίζει αυτό το δοκίμιο, μεταξύ άλλων, είναι πως η Προσέγγιση Ανοικτού Κώδικα στη δημόσια πολιτική, αν και δεν είναι πανάκεια, μπορεί να προσφέρει κάποιες λύσεις και να χρησιμεύσει σαν πάτημα προς την κατεύθυνση της βελτίωσης όχι μόνο της Ελληνικής κοινωνίας, αλλά και των άλλων χωρών που αντιμετωπίζουν παρόμοια προβλήματα. Μπορεί να υποστηριχτεί ότι η παιδεία, ο πολιτισμός και η γνώση είναι τα πεδία στα οποία η Προσέγγιση Ανοικτού Κώδικα μπορεί να έχει τη σπουδαιότερη επίδραση. Η Προσέγγιση Ανοικτού Κώδικα στην παραγωγή και διανομή πληροφορίας μπορεί να οδηγήσει σε οικονομίες κλίμακας, και να υποστηρίξει την πρόσμιξη πηγών σε αρκετά πεδία της οικονομίας, αναδιανέμοντας το πλεόνασμα της αξίας χρήσης. Ωστόσο, είναι προφανές ότι όλα τα προαναφερθέντα καθιστούν αναγκαία την πολιτική συμφωνία: αν δεν συμβεί αυτό, η χώρα θα αντιμετωπίσει την πιθανότητα να περιθωριοποιηθεί στη διαδικασία της παγκοσμιοποίησης∙ χώρες με επίπεδο ανάπτυξης αντίστοιχο με της Ελλάδας βρίσκονται σε σοβαρό κίνδυνο αν δεν ακολουθήσουν άμεσα διορατικές πολιτικές.
Όπως προαναφέρθηκε, η διανομή των πηγών αποτελεί θεμελιώδη πτυχή μιας Προσέγγισης Ανοικτού Κώδικα. Έχει υποστηριχτεί πως ένας τέτοιος τρόπος παραγωγής, βασισμένος στη συμμετοχή, τη συνεργασία και την κοινωνική καινοτομία, μπορεί να εξασφαλίσει έναν πιο αειφόρο (υποκειμενικά, π.χ. όσον αφορά στην κατανάλωση πολιτισμικών και γνωστικών αγαθών∙ και αντικειμενικά, π.χ. τα υλικά Κοινά (Commons) που έχουν γίνει αρκετά επίκαιρα, ιδίως με την εμφάνιση της σφαίρας των άυλων Κοινών και την περιβαλλοντική κρίση) πολιτισμό. Η μέθοδος παραγωγής που ακολουθείται σε έργα Προσέγγισης Ανοικτού Κώδικα (π.χ. ομότιμη παραγωγή) πηγάζει από τις σύγχρονες παραγωγικές δυνάμεις που κατέστησαν δυνατή, αναμφισβήτητα για πρώτη φορά στην ιστορία, την ευρεία διανομή των υλικών μέσων παραγωγής, και την ευκαιρία για μαζική επικοινωνία και συνεργασία μεταξύ καταναλωτών/χρηστών/παραγωγών, χωρίς την υποχρεωτική διαμεσολάβηση τρίτων. Το κίνημα της Προσέγγισης Ανοικτού Κώδικα διαμορφώνει και ταυτόχρονα διαμορφώνεται από ένα νέο ήθος δημιουργίας και συνεργασίας: η τεχνολογική ανάπτυξη, το επαναστατικό στοιχείο στην αλλαγή των παραγωγικών δυνάμεων, αναδεικνύει καινούριες σχέσεις παραγωγής. Βέβαια, το κίνημα της Προσέγγισης Ανοικτού Κώδικα είναι σε πολύ αρχικό στάδιο, αλλά σύμφωνα με κάποιους, αποτελεί μια αναζωογονημένη συνέχεια ή μια υπέρβαση των παρελθοντικών κινημάτων χειραφέτησης της βιομηχανικής εποχής. Μας δείχνει ότι μια νέα εναλλακτική μορφή κοινωνικο-οικονομικής οργάνωσης μπορεί να υπάρξει πέρα από το κράτος και το δόγμα της ελεύθερης αγοράς, η οποία πάντως, μπορεί να συνλειτουργήσει με δημιουργικό τρόπο με τα δυο προηγούμενα σε μια κατάσταση ενίσχυσης μέσω συνεργειών.
Το έργο OLPC: Το ΕΛ/ΛΑΚ, το Re-public και δυο σχολεία
Το OLPC XO-1 ,
Σύμφωνα με την επίσημη ιστοσελίδα της μη κερδοσκοπικής οργάνωσης OLPC Association Inc. (2009) σκοπός αυτής της πρωτοβουλίας είναι:
Να δημιουργηθούν ευκαιρίες εκπαίδευσης για τα φτωχότερα παιδιά του κόσμου παρέχοντας σε κάθε παιδί έναν χαμηλού κόστους και ισχύος φορητό υπολογιστή με περιεχόμενο και λογισμικό σχεδιασμένο για μάθηση που βασίζεται στη συνεργασία, είναι ευχάριστη και ενισχύει την αυτοπεποίθηση στις δυνάμεις των παιδιών. Όταν τα παιδιά αποκτούν πρόσβαση σ’ ένα τέτοιο εργαλείο εμπλέκονται στην δική τους εκπαίδευση. Μαθαίνουν, μοιράζονται, δημιουργούν και συνεργάζονται. Δημιουργούν συνδέσμους μεταξύ τους, με τον κόσμο και μ’ ένα φωτεινότερο μέλλον… Δεν είναι ένα έργο για υπολογιστές. Είναι ένα έργο για την εκπαίδευση.
Ο XO-1, γνωστός επίσης σαν ο φορητός υπολογιστής των 100$, είναι ο υπολογιστής OLPC (τύπος subnotebook) με λογισμικό ΕΛ/ΛΑΚ. Δεν είναι απλά ένας φτηνός υπολογιστής: είναι ένα εργαλείο για παιδιά (για ηλικίες περίπου έξι με δώδεκα ετών) που αναμφισβήτητα οδηγεί σε ένα νέο εκπαιδευτικό πρότυπο. Βασισμένο σε μια εκπαιδευτική θεωρία, την επονομαζόμενη «κονστρουκτιβιστική μάθηση» ανεπτυγμένη από τους Seymour Papert και Alan Kay, η οποία αντιτάσει την εκπαιδευτική διαδικασία του «μαθαίνω κάνοντας» σε ένα μοντέλο με κέντρο το μαθητή, στις παραδοσιακές μεθόδους που έχουν σαν επίκεντρο το δάσκαλο. Το OLPC XO-1 προτίθεται να υιοθετήσει την ατομική και συλλογική δημιουργικότητα, και να δώσει έμφαση στην αξία των υποτιμημένων διανοητικών, μαθησιακών και δημιουργικών ικανοτήτων των παιδιών. Όπως είπε ο Παύλος Χατζόπουλος (συνέντευξη, 2009), που είναι ακτιβιστής του OLPC και αρχισυντάκτης του διαδικτυακού πολιτικού περιοδικού Re-public: “ο OLPC XO-1 επανατοποθετεί το ρόλο του δασκάλου σαν συνεργάτη των μαθητών και σαν καταλύτη για την δημιουργική μάθηση”. Ο XO-1 είναι φορτωμένος με μια έκδοση του Fedora GNU/Linux και μια ομάδα εφαρμογών που λέγονται Sugar, που καθιστά ικανή τη συνεργασία μεταξύ των μαθητών. Με βάση τις συνεντεύξεις κάποιων από τους μυητές του κινήματος OLPC στην Ελλάδα καθώς και σύμφωνα με ποικίλες θεωρίες σχετικές με το μοντέλο ΕΛ/ΛΑΚ, το έργο του OLPC αναλύεται στις τρεις βασικές του πολιτικές διαστάσεις: τη διάσταση της πρόσβασης∙ την εκπαιδευτική διάσταση∙ και τη διάσταση ΕΛ/ΛΑΚ.
Σύμφωνα με τον Παύλο Χατζόπουλο και το Θανάση Πρίφτη (συνέντευξη, 2009) συντάκτες του περιοδικού Re-public – που έχει αναλάβει την πρωτοβουλία σε συνεργασία με το ΕΛ/ΛΑΚ (τον επίσημο θεσμό για το FLOSS στην Ελλάδα) κι έχει οργανώσει αρκετά σχετικά εργαστήρια για δασκάλους δημοτικών σχολείων παρέχοντας δωρεάν σε σχολεία τους υπολογιστές – ο OLPC XO-1 δεν είναι απλώς ένα φτηνό notebook∙ εγκαινιάζει ένα καινούριο εκπαιδευτικό πρότυπο ενώ προσφέρει τεχνολογίες πληροφορίας κι επικοινωνίας σε κάθε παιδί. Επιπλέον, μια βασική αρχή του OLPC XO-1 είναι το ΕΛ/ΛΑΚ λογισμικό που περιέχει, κάνοντας το παιδί υπεύθυνο για τη συντήρηση, ανάπτυξη και μετατροπή του συστήματος του δικού του υπολογιστή.
Αρχικά, το OLPC προωθήθηκε για να παράσχει σε παιδιά του αναπτυσσόμενου κόσμου τη βασική τεχνολογία επικοινωνίας και πληροφοριών, έτσι ώστε να μπορούν να πειραματίζονται, να εξερευνούν και να μαθαίνουν. Συνεπώς, μια φανερή διάσταση της πρωτοβουλίας είναι ότι προσπαθεί να γεμίσει το τεράστιο χάσμα ανάμεσα στον ψηφιακά αναλφάβητο αναπτυσσόμενο κόσμο και στον ανεπτυγμένο, με το να παρέχει πρόσβαση στην τεχνολογία της πληροφορίας. Αυτή είναι η πρώτη και πιο εμφανής διάσταση. Ωστόσο, σ’ αυτό το δοκίμιο, η ανάλυση επικεντρώνεται σε άλλες δυο, λιγότερο προφανείς, πολιτικές διαστάσεις: το νέο εκπαιδευτικό πρότυπο στο οποίο βασίζεται το OLPC και προσπαθεί να προωθήσει∙ και στη χρήση των εφαρμογών ΕΛ/ΛΑΚ.
Εκπαίδευση Ανοιχτού Κώδικα: Προς ένα νέο εκπαιδευτικό πρότυπο;
Το εγχείρημα OLPC βασίζεται στην εκπαιδευτική θεωρία την κονστρουβιστικής μάθησης που εισήγαγε ο Papert και, αργότερα, ο Kay. Αυτή η θεωρία βλέπει τη μάθηση σαν την αναδόμηση μάλλον παρά σαν την μετάδοση της γνώσης, και υποστηρίζει ότι η μάθηση είναι πλέον αποτελεσματική όταν ο μαθητής ζει μέρος μιας εκπαιδευτικής δραστηριότητας σαν την κατασκευή ενός προϊόντος με σημασία και νόημα (Papert και Harel, 1991; Papert 1990a και 1990b). Στην κονστρουβιστική μάθηση, οι μαθητές αντλούν τα δικά τους συμπεράσματα μέσα από δημιουργικό πειραματισμό και ο ρόλος του δασκάλου είναι αυτός του μεσολαβητή, που τα βοηθάει να κατανοήσουν – και να συνεργαστούν μεταξύ τους – τα προβλήματα, και ο καταλύτης της μάθησης, που τα καθοδηγεί προκαλώντας ατομική και συλλογική δημιουργικότητα (Papert και Harel, 1991; Papert 1990a και 1990b).
Στη βιομηχανική παραγωγή του 20ου αιώνα, το κυρίαρχο εκπαιδευτικό μοντέλο είχε διαποτιστεί με παρόμοιες αρχές: αρχηγό (δάσκαλο) – αυστηρές ιεραρχίες με παθητικούς μαθητές/εργάτες/ αντικείμενα. Σύμφωνα με τους Hardt και Negri (2001), η κοινωνία, οπότε και το εκπαιδευτικό σύστημα, αναπαρήγαγε το μοντέλο του εργοστασίου που ήταν ο εκπρόσωπος της κυρίαρχης μεθόδου παραγωγής, δηλαδή μαζική βιομηχανική παραγωγή. Στην εποχή της παραγωγής πληροφορίας, όπου η άυλη αξία έχει μεγάλη σημασία, και παράγεται (όχι αποκλειστικά όμως) μέσω, όπως προαναφέρθηκε, μεθόδων παραγωγής Ανοικτού Κώδικα (ομότιμη παραγωγή), εμφανίζονται νέα εκπαιδευτικά πρότυπα και η εφαρμογή τους, στις μέρες μας, μοιάζει πιθανότερη από ποτέ. Μπορεί να ειπωθεί πως, αν η τυπική τάξη του 19ου-20ου αιώνα ακολουθούσε μια βιομηχανική οργανωτική ρύθμιση με τα περισσότερα παιδιά να νιώθουν άβολα όταν πήγαιναν σχολείο (σαν το βιομηχανικό εργάτη/τρια που δυσανασχετεί με τη δουλειά του/της) και να απολαμβάνουν έναν μικρό βαθμό αυτονομίας και συνεργασίας (με το να αποξενώνονται μεταξύ τους, πολλές φορές, στην ανταγωνιστική προσπάθεια της βαθμοθηρίας), σήμερα, αυτό στο οποίο θα μπορούσε να οδηγήσει το OLPC είναι ένα εκπαιδευτικό παράδειγμα Ανοικτού Κώδικα που καθιστά δυνατή τη συνύπαρξη και τον πειραματισμό με διαφορετικές πρακτικές μάθησης – όπως η μάθηση από το δάσκαλο, η μάθηση μέσω της πράξης και η ομότιμη μάθηση (μάθηση από τους συμμαθητές) – ενώ έχει κατασκευαστεί πάνω στην ιδέα ότι εξίσου σημαντική με την ίδια τη γνώση (κώδικα) και ίσως ακόμη πιο σημαντική είναι η διαδικασία με την οποία έχει χτιστεί η γνώση (κώδικας), και πάντοτε υιοθετώντας την κριτική σκέψη και την ατομική και συλλογική μάθηση.
Ακολουθούν οι περιπτώσεις των σχολείων της Φλώρινας και της Σμίνθης, και οι δυο ακριτικές περιοχές της Ελλάδας, όπου οι προσπάθειες να εφαρμοστούν κάποιες από τις πρακτικές της κονστρουβιστικής μάθησης με τη βοήθεια του OLPC XO-1 έριξαν φως πάνω στη δυναμική του οράματος του OLPC.
Οι περιπτώσεις της Σμίνθης και της Φλώρινας
Εξ αρχής, είναι σημαντικό να πούμε δυο λόγια για τη Φλώρινα και τη Σμίνθη ώστε να αποκτήσουμε μια ιδέα σχετικά με το βασικό κοινωνικο-οικονομικό υπόβαθρο. Η Φλώρινα είναι μια μικρή πόλη ενώ η Σμίνθη είναι ένα ορεινό χωριό, αμφότερα στα σύνορα της Βόρειας Ελλάδας. Καθώς η Ελλάδα – αν και έχει σημείωσει αξιόλογη πρόοδο στην πρόσβαση στο Διαδίκτυο και στις υποδομές των Τεχνολογιών Επικοινωνίας και Πληροφοριών τα τελευταία χρόνια (οι δείκτες που αφορούν στα άτομα, επιχειρήσεις, και στο κράτος διατίθενται στις μετρήσεις του eEurope/i2010 από το Παρατηρητήριο για την Ελληνική Κοινωνία της Πληροφορίας) – έχει ακόμη πολύ δρόμο να διανύσει μέχρι να φτάσει τα πρότυπα της ΕΕ, και η Φλώρινα και η Σμίνθη, σαν ακριτικά, συχνά αδικημένα μέρη, είναι κάτω από τον Ελληνικό μέσο όρο. Επιπλέον, θα πρέπει να αναφερθεί ότι όλες οι πληροφορίες για την εμπειρία στη Σμίνθη και τη Φλώρινα αντλήθηκαν από συνεντεύξεις με τον Γιάννη Κασκαμανίδη από τη Φλώρινα, τους Παύλο Χατζόπουλο και Θανάση Πρίφτη του περιοδικού Re-public, κι από σχετικά εργαστήρια που έγιναν το 2009, τα οποία οργάνωσαν το Re-public και το ΕΛ/ΛΑΚ, όπου καθηγητές από τα προαναφερθέντα δημοτικά και γυμνάσια σχολεία πήραν μέρος και μοιράστηκαν τις εμπειρίες τους.
Οι μαθητές του δημόσιου γυμνασίου της Σμίνθης είναι όλοι μέλη του Μουσουλμανικού μειονοτικού πληθυσμού και η μητρική τους γλώσσα είναι η Τουρκική ή η Πομακική (μια Σλαβική διάλεκτος). Τα δημογραφικά στοιχεία του σχολείου, που δεν είναι διεθνές, αλλά Ελληνικό, έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον: ανάμεσα σε 140 εγγεγραμμένους μαθητές, που προέρχονται από 15 γειτονικά χωριά, υπάρχουν ελάχιστα κορίτσια, καθώς οι γονείς δεν τα αφήνουν να πάνε στο γυμνάσιο. Οι περισσότεροι μαθητές έχουν πολύ σοβαρά προβλήματα στη γραφή και την ανάγνωση των Ελληνικών ενώ οι δάσκαλοί τους δεν μιλούν Τουρκικά ή Πομακικά. Έτσι, το φράγμα της γλώσσας έπρεπε να ξεπεραστεί με εναλλακτικές μεθόδους και προσεγγίσεις διδασκαλίας. «Οι μαθητές μας αποδέχονται», είπε η καθηγήτρια Μαθηματικών του γυμνασίου Διονυσία Ψυχογιού, κατά την ομιλία της (2009a) σε ένα εργαστήριο στην Αθήνα, πριν αποκτήσει το σχολείο της τον OLPC XO-1, «γιατί μας θεωρούν κάτι περίεργο από τον έξω, τον σύγχρονο κόσμο». «Ακόμη και η ύπαρξη ενός χάρακα ή ενός διαβήτη είναι μεγάλη υπόθεση για τους μαθητές εκεί», παραπονέθηκε, «οπότε, εμείς, οι καθηγητές, πρέπει να τους φέρνουμε όλα αυτά τα πράγματα… να τους παρέχουμε ακόμη χαρτιά και σημειωματάρια!» Η Ψυχογιού τόνισε ότι αυτό που χρειαζόταν δεν ήταν ένα καινούριο περιεχόμενο (ας πούμε βιβλία) ή άλλα ειδικά εργαλεία, αλλά ένα είδος πλατφόρμας που θα επέτρεπε τον αυτοσχεδιασμό και την προσαρμογή στις συνθήκες κάθε φορά∙ «σκέπτομαι πως ένας υπολογιστής σαν τον OLPC, μπορεί να αποτελέσει την πλατφόρμα στην οποία αναφέρομαι … και, στο κάτω-κάτω, το μάθημα της πληροφορικής είναι το αγαπημένο των μαθητών. Εξάλλου, γνωρίζω ήδη πώς να χρησιμοποιώ τον OLPC XO-1, σε μαθήματα σαν τη Γεωγραφία ή τα Μαθηματικά». Στις 15 Σεπτεμβρίου του 2009, έφτασαν αρκετοί OLPC XO-1 στο σχολείο της Σμίνθης και, όπως έγραψε η Ψυχογιού (2009) από την πρώτη κιόλας ημέρα στην ομάδα του Re-public: «Δεν θα πω ότι έγινε φασαρία∙ αντίθετα, οι μαθητές είχαν μείνει άναυδοι. Δεν είχαν ιδέα γι’ αυτό και τους ήταν δύσκολο να πιστέψουν ότι αυτοί οι υπολογιστές θα ήταν δικοί τους για μια ολόκληρη σχολική χρονιά! Ήταν πραγματικά εκπληκτικό το πόσο γρήγορα τα παιδιά εξοικειώθηκαν με τους υπολογιστές… Όταν χτύπησε το κουδούνι για διάλλειμα, ο Cezer, που είναι ο πιο άτακτος μαθητής, φώναξε: «Τι κρίμα που χτύπησε κιόλας το κουδούνι»… Αύριο θα σχεδιάσουμε το πλάνο σύμφωνα με το οποίο θα χρησιμοποιηθούν τα λάπτοπ». Μερικές εβδομάδες αργότερα, η Ψυχογιού (2009) έγραψε πάλι κάποιες από τις εντυπώσεις της: «Τα παιδιά έχουν παθιαστεί με τους νέους υπολογιστές τους, εξερευνώντας τα χαρακτηριστικά του XO-1’s… Αναζητούν δίκτυα wifi, τα οποία δυστυχώς είναι δυσεύρετα εδώ, κι έχουν δοκιμάσει μέχρι στιγμής όλες τις εφαρμογές του XO-1… Επιπλέον, έχουν μάθει πώς να καταργούν και να ανακτούν τις εφαρμογές… Ο υπολογιστής έχει δημιουργήσει ένα περιβάλλον συνεργασίας και παραδόξως η τάξη είναι πιο συγκεντρωμένη στο μάθημα και πολύ πιο ήρεμη». Και το αποκορύφωμα, σύμφωνα με την Ψυχογιού (2009b), είναι πως μια μέρα που είχε καθυστερήσει στο μάθημα, οι μαθητές διαμαρτυρήθηκαν γιατί είχε χαθεί χρόνος από το μάθημά τους.
Η περίπτωση της Φλώρινας είναι διαφορετική και πολύ πιο απλή. Το δημοτικό σχολείο της Φλώρινας, που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί σαν ένα συνηθισμένο, ως προς τα δημογραφικά στοιχεία, αλλά πάνω από το μέσο όρο, ως προς τον εξοπλισμό, σχολείο της Ελληνικής επαρχίας, είχε ήδη κάνει σημαντικά βήματα σχετικά με τα τεχνολογικά εργαλεία (όπως έναν διαδραστικό πίνακα ή κάποιες προσομοιώσεις κινουμένων σχεδίων μέσω του διαδικτύου για πειράματα φυσικής) που ήδη βρίσκονταν σε χρήση όταν έφτασαν οι υπολογιστές του OLPC. Αυτό σημαίνει ότι – όπως ο Γιάννης Κασκαμανίδης, καθηγητής πληροφορικής του σχολείου (2009, συνέντευξη) τόνισε – εκτός από τους μαθητές, που ήταν ήδη εξοικειωμένοι με τις τεχνολογίες πληροφορίας κι επικοινωνίας μέσα στην τάξη, «πριν πάρουμε το OLPC, είχαμε ήδη ένα καλά εκπαιδευμένο και πληροφορημένο προσωπικό που συνεργαζόταν με τους γονείς∙ το πρόγραμμα ήταν ευέλικτο και προσεκτικά διαμορφωμένο… Οπότε, το OLPC δεν ήρθε ουρανοκατέβατο». Οι πρώτες αντιδράσεις των μαθητών, όταν έλαβαν τους υπολογιστές, ήταν οι ίδιες με αυτών στη Σμίνθη, όπως δήλωσε ο καθηγητής πληροφορικής (2009,εργαστήριο). Στην παρουσιάσή του στο Ινστιτούτο Γκαίτε της Θεσσαλονίκης (2009) καθώς και στη συνέντευξή μας (2009), ο Κασκαμανίδης έδωσε περισσότερες εξηγήσεις για τη λειτουργία των υπολογιστών του OLPC μέσα κι έξω από την τάξη: «ο ΧΟ δεν είναι ένας υπολογιστής για μαθητές, αλλά ένας μαθητικός υπολογιστής… Έχουν χρησιμοποιηθεί με επιτυχία για ανάγνωση, επιμέλεια κειμένων, κατανόηση γραφημάτων, σχέδιο, για προβολή φωτογραφιών και βίντεο, απομνημόνευση, συνομιλία κι επικοινωνία… Τα παιδιά έχουν ενθουσιαστεί με εφαρμογές όπως οι Turtle, eToys, Pippy, Scratch∙ συνειδητοποιούν το δυναμικό κάθε εργαλείου και το ρυθμίζουμε μαζί σύμφωνα με τις ανάγκες μας…». «Αυτός είναι ένας από τους λόγους που υποστηρίζω ένθερμα το σύστημα λειτουργίας», θα πει ικανοποιημένος, με χαμηλή αλλά γεμάτη αυτοπεποίθηση φωνή. «Κάποια από τα συμπεράσματα, μέχρι στιγμής, είναι ότι τα παιδιά έχουν περισσότερο ενθουσιασμό για το σχολείο… πιο συγκεντρωμένα στο μάθημα… δεν καθυστερούν… θέλουν να πάρουν τον ΧΟ στο σπίτι τους… οι ικανότητες των παιδιών στη γραφή και την ορθογραφία έχουν βελτιωθεί σε σύντομο χρονικό διάστημα… απολαμβάνουν τη δημιουργία εννοιολογικών χαρτών όπως στην εφαρμογή του Λαβύρινθου… (και) τα παιδιά έχουν αναπτύξει μια αντίληψη συνεργασίας». Όταν ερωτήθηκε για το (νέο) ρόλο του δασκάλου και τις (νέες) αντιδράσεις των μαθητών σε ένα κονστρουβικιστικό πρότυπο μάθησης, το οποίο προσπαθεί να διαδώσει, ο Κακαμανίδης (2009, συνέντευξη) απάντησε ότι το ζήτημα είναι στην πραγματικότητα πολιτικό, γιατί αν και ζούμε σε μια κοινωνία σε βαθιά κρίση, δεν θα έπρεπε να ζητείται από τα παιδιά να αναπαράγουν τις εικόνες της. Υπάρχουν καινούριοι ρόλοι για τον καθένα: «πρώτον, καινούριος ρόλος για το δάσκαλο στην προσπάθεια να δημιουργήσει έναν επιστήμονα, ένα διανοούμενο, ας πούμε, ένα «ώριμο παιδί» του οποίου ο ρόλος είναι να καταλύσουν τη μάθηση… κι έπειτα, το πνεύμα της συνεργασίας που αυτό το καινούριο εκπαιδευτικό πρότυπο υιοθετεί μοιάζει να δίνει τη δυνατότητα στους «πιο αδύναμους» να πάρουν μέρους μέρος σε μια διαδικασία συνεργασίας∙ την επιμέλεια ενός κειμένου για παράδειγμα».
Γενικά, πέρα από τα αναφερθέντα προβλήματα εξοικείωσης∙ ανησυχίες και αμφιβολίες κάποιων γονέων και μερικών παραγόντων των τοπικών κοινωνιών∙ ευκαιριακή εκμετάλλευση του καινούριου είδους σχέσεων (πιο ισότιμες) μεταξύ μαθητή και δασκάλου∙ και οι δυο περιπτώσεις αποδεικνύουν ότι, προς το παρόν, η εισαγωγή του OLPC είναι επιτυχής και τον έχουν αγκαλιάσει οι μαθητές. Η επόμενη παράγραφος διαπραγματεύεται την τρίτη διάσταση των πολιτικών του ΕΛ/ΛΑΚ, την υιοθέτηση των εφαρμογών του λογισμικού ΕΛ/ΛΑΚ (FLOSS) στην εκπαίδευση.
Το λογισμικό FLOSS στην εκπαίδευση
Η υιοθέτηση του ΕΛ/ΛΑΚ στις διαδικασίες όλων των επιπέδων του εκπαιδευτικού συστήματος είναι αναμφισβήτητα πολιτική: κάποιος θα μπορούσε να το υποστηρίξει αυτό, για δυο βασικούς λόγους.
Πρώτον, είναι φανερό ότι η εξάρτηση από ιδιόκτητα λογισμικά δημιουργεί επικίνδυνα μονοπώλια προς κέρδος των μονοπολιστικών παραγωγών, που κατέχουν και διαχειρίζονται τον πηγαίο κώδικα. Σ’ έναν κόσμο όπου δεν θα μπορούσε να υπάρχει εναλλακτική σ’ αυτά, η υιοθέτηση ιδιόκτητου λογισμικού είναι, αν και προβληματική, αναπόφευκτη. Ωστόσο, τώρα, με τις μυριάδες εφαρμογών ΕΛ/ΛΑΚ που διατείθενται παντού, η υιοθέτηση του ΕΛ/ΛΑΚ στην εκπαίδευση δεν είναι ένα μονάχα ένα βήμα προς την αποταμίευση (προφανώς εξοικονομείται ένα σεβαστό ποσό για κυβερνήσεις, άτομα κι επιχειρήσεις), αλλά και μια επένδυση στην κοινωνία, εφόσον το ΕΛ/ΛΑΚ είναι ένα αγαθό που παράγεται από και για τη σφαίρα των Κοινών. Εκτενής επιχειρηματολογία για το ΕΛ/ΛΑΚ, και εναντίον του ιδιόκτητου λογισμικού έχει αναπτυχθεί κι αλλού στη βιβλιογραφία (δείτε για παράδειγμα τα δοκίμια του GNU – Free Software Foundation). Οπότε, όταν τα παιδιά θα έχουν καλλιεργηθεί σε ένα περιβάλλον ΕΛ/ΛΑΚ, τότε τα προβλήματα που απαντώνται στην προσπάθεια να μεταβούμε από το ιδιόκτητο λογισμικό στο ΕΛ/ΛΑΚ εξαφανίζονται (π.χ., αρκετοί αντιμετωπίζουν πολλά σοβαρά προβλήματα όταν προσπαθούν να κινηθούν από το Microsoft Windows στο Ubuntu, ας πούμε, και σαν αποτέλεσμα παραμένουν παγιδευμένοι σε ένα ιδιόκτητο λειτουργικό σύστημα∙ οι περισσότεροι μάλιστα δεν τολμούν καν μια τέτοια αλλαγή).
Δεύτερον, υπάρχει κι ένας άλλος λόγος που η υιοθέτηση του ΕΛ/ΛΑΚ είναι πολιτική, που δεν είναι ιδεολογικής, αλλά παιδαγωγικής και κοινωνικού κεφαλαίου φύσης. Παιδαγωγικής γιατί ο μαθητής, από μια πρώιμη ηλικία, είναι υπεύθυνος για τη συντήρηση, ανάπτυξη κι εμπλουτισμό του υπολογιστή του/της που είναι εφοδιασμένος με ΕΛ/ΛΑΚ. Αναμφισβήτητα, το προαναφερθέν είναι μια μακροπρόθεσμη ώθηση για τις οικονομίες γνώσεων και ταυτόχρονα ανυψώνει κι εμπλουτίζει την προσωπική έκφραση, τη δημιουργικότητα και την ανεξαρτησία σ’έναν απόλυτα διασυνδεδεμένο κόσμο. Γίνεται προφανές ότι η ικανότητα (και το δικαίωμα αν το δει κανείς από μια πιο ιδεολογική σκοπιά) του μαθητή να τροποποιήσει, μέσω συνεργασίας ή ατομικά, το δικό του/της λογισμικό είναι μια επένδυση κοινωνικού κεφαλαίου, που καλλιεργεί το έδαφος για κοινωνική καινοτομία.
Αξίζει να αναφέρουμε τα λόγια του Γιάννη Κασκαμανίδη, του καθηγητή πληροφορικής του σχολείου της Φλώρινας, κατά τη διάρκεια της συνέντευξης μας (2009) όταν συζητούσαμε για το ΕΛ/ΛΑΚ στην εκπαίδευση: «Ο XO και το ΕΛ/ΛΑΚ φωτίζουν την ουσία της κοινής/εθελοντικής εργασίας… Οι μαθητές συνειδητοποιούν ότι ανάμεσα στις εταιρείες και τα άτομα που μοχθούν για οικονομικά κέρδη, υπάρχουν και κοινότητες που αποτελούνται από εθελοντές που δημιουργούν υπέροχο εκπαιδευτικό λογισμικό… Αυτό [εννοεί τα project ΕΛ/ΛΑΚ και το OLPC] εξυπηρετεί σαν μια ιδανική ευκαιρία να διαδοθούν οι ιδέες της αλληλεγγύης, της αμοιβαιότητας και του εθελοντισμού… [και] να τους δείξουν [στα παιδιά] ότι παρόλο που η ευτυχία βιώνεται σε μια ατομική βάση, είναι ένα κοινωνικό ζήτημα». Μπορεί να υποστηριχτεί ότι η βασική φλέβα της άποψης του Κασκαμανίδη έρχεται να συμφωνήσει με αρκετούς διανοούμενους (βλ. για παράδειγμα τους Benkler, 2006∙ Bauwens, 2005a και 2005b∙ Lessig, 2004) που ισχυρίζονται ότι η περίπτωση του ΕΛ/ΛΑΚ και της ομότιμης παραγωγής με βάση τα Κοινά (κοινά αγαθά) θα έπρεπε να ειδωθεί στο ευρύτερο φάσμα ενός νέου κοινωνικού, οικονομικού και πολιτικού προτύπου.

Το παρόν άρθρο μεταφράστηκε στα Ελληνικά από τη Βάσω Συνοδινού και είναι προάγγελος ενός δοκιμίου που γράφτηκε για το Journal of Information Technology & Politics.
Βιβλιογραφία
Βιβλία
Benkler, Y. (2006) Ο Πλούτος των Δικτύων: Πως η Κοινωνική Παραγωγή Μεταμορφώνει Αγορές κι Ελευθερία (The Wealth of Networks: How Social Production Transforms Markets and Freedom), New Haven – London: Yale University Press.
Hardt, M., και Negri, A. (2001) Αυτοκρατορία (Empire,) Cambridge, MA: Harvard University Press.
Lessig, L. (2004) Ελεύθερος Πολιτισμός: Πως τα Μεγάλα Μέσα Χρησιμοποιούν την Τεχνολογία και το Νόμο για να Περιορίσουν τον Πολιτισμό και να Ελέγξουν τη Δημιουργικότητα (Free Culture: How Big Media Uses Technology and the Law to Lock Down Culture and Control Creativity), New York: Penguin.
Papert, S., και Harel, I. (1991) Κονστρουβικισμός (Constructionism), Norwood, N.J.: Ablex Publishing Corporation.
Weber, S. (2004), Η Επιτυχία του Ανοιχτού Κώδικα (The Success of Open Source), Cambridge, MA and London, England: Harvard University Press.
Άρθρα
OLPC Association Inc. (2009) “OLPC: Αποστολή (Mission)” στο http://laptop.org/en/vision/mission/index.shtml (retrieved 7 December 2009).
Papert, S. (1990a) “Μια Κριτική του Τεχνοκεντρισμού στη Σκέψη για το Σχολείο του Μέλλοντος (A Critique of Technocentrism in Thinking About the School of the Future)” στο http://www.papert.org/articles/ACritiqueofTechnocentrism.html (retrieved 7 December 2009).
Papert, S. (1990b) “Κριτική Υπολογιστών εναντίον Τεχνοκεντρικής Σκέψης (Computer Criticism vs. Technocentric Thinking)” στο http://www.papert.org/articles/ComputerCriticismVsTechnocentric.html (retrieved 7 December 2009).
Δ. Ψυχογιού (2009) “Oι Πρώτες Mέρες στη Σμίνθη” και “Tο OLPC Πήγε στη Σμίνθη” στο http://www.re-public.gr/if/?cat=8 (retrieved 7 December 2009).
Συνεντεύξεις
Γιάννης Κασκαμανίδης, συνέντευξη Δεκέμβριος του 2009, ανταλλαγή email, ανοιχτή συζήτηση.
Θανάσης Πρίφτης και Παύλος Χατζόπουλος, συνέντευξη Νοέμβριος 2009, Θεσσαλονίκη, πρόσωπο με πρόσωπο. Η 120λεπτη συζήτηση στα Ελληνικά μαγνητοφωνήθηκε και τα πιο σημαντικά σημεία μεταφράστηκαν στα Ελληνικά.
Εργαστήρια
Δ. Ψυχογιού (2009a), “Tο OLPC Πήγε στη Σμίνθη” στο εργαστήριο «Εκπαιδευτικά Πειράματα με τον XO-1του OLPC”, Πανεπιστήμιο Αθηνών, 2 Μαίου 2009. Τα βίντεο (στα Ελληνικά) των εργαστηρίων μπορούν να βρεθούν στο http://vimeo.com/republic/albums (ανακτήθηκε στις 7 Δεκεμβρίου του 2009).
Δ. Ψυχογιού, (2009b), “Tο OLPC Πήγε στη Σμίνθη II” στο εργαστήριο “Το OLPC στην Εκπαίδευση”, Πάντειο Πανεπιστήμιο, 5 Δεκεμβρίου 2009. Τα βίντεο των εργαστηρίων (στα Ελληνικά) μπορούν να βρεθούν στο http://vimeo.com/republic/albums (ανακτήθηκε στις 9 Δεκεμβρίου 2009).
Γ. Κασκαμανίδης (2009), “Το OLPCστη Φλώρινα” στο εργαστήριο “Το OLPC στην Εκπαίδευση», Ινστιτούτο Γκαίτε, Θεσσαλονίκη, 28 Νοεμβρίου 2009. Τα βίντεο (στα Ελληνικά) των εργαστηρίων μπορούν να βρεθούν στο http://vimeo.com/republic/albums (ανακτήθηκε στις 7 Δεκεμβρίου 2009).

Δεν υπάρχουν σχόλια: