Τετάρτη 16 Μαΐου 2012

Το κύριο πρόβλημα της αριστεράς

… ή μπορεί να υπάρξει κυβέρνηση της αριστεράς;


Του Νίκου Τσούλια
Εννοώ το κύριο κομματικό και αυτόνομο πολιτικό πρόβλημα και όχι κάποιο ζήτημα στο κοινωνικό πεδίο της αριστεράς. Πρόκειται για το πρόβλημα που εκδηλώθηκε με τον πιο ορατό τρόπο στη σημερινή κρίσιμη πολιτική συγκυρία. Η αριστερά δεν μπορεί (και ίσως … δεν θέλει) με βάση τη δική της ιδεολογική σύλληψη της πολιτικής να κυβερνήσει. Δεν εννοώ ότι δεν μπορεί να κάνει μια πολιτική πλατφόρμα διακυβέρνησης δίκην προεκλογικού προγράμματος. Εννοώ ότι με βάση την ιδεολογία της και την πολιτική ανάλυσή της για την τρέχουσα φάση του καπιταλισμού και για την ευρωπαϊκή ενοποίηση της χώρας μας δεν μπορεί να δημιουργήσει εν τοις πράγμασι αριστερή κυβερνητική πρόταση που θα μπορεί να την εφαρμόσει.

Ας δούμε τις κύριες συνιστώσες της αριστεράς του πολιτικού μας συστήματος. Το Κομμουνιστικό Κόμμα εξ αρχής προσδιορίζει τη θέση του. Ισχυρίζεται ότι δεν μπορούν να συνυπάρξουν τα μονοπώλια και γενικότερα η σημερινή έκφραση του καπιταλισμού μαζί με το σοσιαλισμό. Και αυτό κατά τη γνώμη μου είναι ορθό. Αλλά προκύπτει το αυτονόητο ερώτημα: Πού αποσκοπεί το εν λόγω κόμμα όταν ο στόχος της αύξησης του κομματικού ποσοστού στις βουλευτικές εκλογές καθίσταται εκ των πραγμάτων ο βασικός, αν όχι και ο μοναδικός, αυτοσκοπός; Πώς μπορεί το εν λόγω κόμμα να απαντά στο αίτημα του πολίτη – ψηφοφόρου του να βλέπει την επιλογή του να γίνει πλειοψηφική και επομένως και κυβερνητική πρόταση για να υλοποιηθεί;
Ο Συνασπισμός πατάει σε δύο βάρκες. Προεκλογικά χρησιμοποίησε την αντίληψη του κόμματος που θα εμπλακεί στη διαδικασία της διακυβέρνησης και αυτό κατά τη γνώμη μου του έδωσε και έναν «αέρα» δυναμικής που αποτυπώθηκε στις εκλογές. Ποια είναι όμως η συνέχεια; Τελικά εννοούσε και εννοεί κυβέρνηση της αριστεράς. Αλλά ποια αριστερά, όταν το Κομμουνιστικό Κόμμα αποκλείει – εξ ορισμού – αυτή την προοπτική; Και όχι μόνο αυτό. Όταν το Κομμουνιστικό Κόμμα κατατάσσει το Συνασπισμό στο σοσιαλδημοκρατικό πολιτικό ρεύμα – ως εναλλακτική πρόταση του “Συστήματος” στην αντίστοιχη εκδοχή της κεντροαριστεράς –, είναι δυνατόν να ισχυρίζεται ο Συνασπισμός ότι μπορεί να συμπεριληφθεί με το Κομμουνιστικό Κόμμα σε μια ενιαία βάση για τη διακυβέρνηση της χώρας;
Επομένως οι κινήσεις του Συνασπισμού είναι κινήσεις τακτικής για να αποκομίσει εκλογικά οφέλη – έστω πρόσκαιρα – και να υπερφαλαγγίσει το Κομμουνιστικό Κόμμα σε εκλογική επιρροή στη γνωστή ιστορικά διαμάχη που ξεκινάει από το 1968 ως προς το ποιος θα εκφράσει τη μεγάλη μερίδα του αριστερού κοινωνικού σώματος. Αλλά ο Συνασπισμός έχει και μια βαθιά διχοτόμηση στο εσωτερικό του, η οποία απλώς αυτή την περίοδο εμφανίζεται συγκαλυμμένη. Πρόκειται για τη διχοτόμηση μεταξύ του Αριστερού ρεύματος (που λειτουργεί με πολιτική πλατφόρμα παρόμοια εκείνης του κομμουνιστικού κόμματος και με σαφές αντι-ευρωπαϊκό πρόσημο) και μεταξύ μιας πιο ήπιας εκδοχής με δήθεν “φιλευρωπαϊκό” προσανατολισμό, που έχει μπει μπροστά τώρα ευκαιριακά για να διεμβολιστεί ο χώρος της κεντροαριστεράς. Έτσι, ο κεντρικός στόχος του Συνασπισμού για κυβέρνηση της αριστεράς είναι προσχηματικός, αφού δεν αφορά ούτε το Κομμουνιστικό Κόμμα ούτε τη Δημοκρατική Αριστερά αλλά και ούτε το συνολικό ρεύμα του Συνασπισμού.
Η ανταγωνιστικότητα Κομμουνιστικού Κόμματος και Συνασπισμού διατρέχει όλες τις εκφράσεις τους και στους κοινωνικούς χώρους και στα μαζικά κινήματα. Είναι μια διαμάχη στο ποιος θα είναι ή θα εμφανίζεται πιο αριστερός ή πιο αγωνιστικός και φυσικά στο ποιος θα αποκτήσει μεγαλύτερη επιρροή. Επομένως η διχοτόμηση δεν αφορά μόνο την πολιτική έκφραση αλλά και όλες τις κοινωνικές – κινηματικές εκφράσεις αυτών των κομμάτων.
Έτσι η αδυναμία της διαμόρφωσης μιας κυβερνώσας αριστεράς είναι και ενδογενής αδυναμία αλλά και “ιδεολογική επιλογή”. Και όσο και αν αυτά τα στοιχεία φαίνονται αντιφατικά, συνυπάρχουν και συλλειτουργούν ομόρροπα. Στο βασικό ερώτημα: αν η αριστερά έφτανε σε ποσοστά διακυβέρνησης τι θα γινόταν, η άποψή μου είναι ότι η αριστερά θα μεταλλασσόταν, θα έπαυε να έχει τα πολιτικά χαρακτηριστικά όπως τα ξέρουμε σήμερα, θα έπαυε να είναι αριστερά. Γιατί, θα μπορούσε να δημιουργήσει στην Ελλάδα μια νησίδα σοσιαλισμού που θα λειτουργούσε έξω από τους κανόνες της διεθνοποιημένης καπιταλιστικής οικονομίας; Είναι φανερό ότι με βάση τη σημερινή φάση του καπιταλιστικού συστήματος και τη διεθνοποίηση της οικονομίας μια χώρα δεν μπορεί να μετασχηματιστεί μόνη της αγνοώντας τους γενικότερους συσχετισμούς πολιτικών δυνάμεων τουλάχιστον στο επίπεδο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η Δημοκρατική Αριστερά θεωρώ ότι δεν έχει δώσει ακόμα με καθαρό τρόπο
το πολιτικό στίγμα που θα κινηθεί. Έχει μεν σαφή ευρωπαϊκό προσανατολισμό και μια πιο ρεαλιστική πολιτική θεώρηση, αλλά οι διαφοροποιήσεις της σε σχέση με τα άλλα δύο ρεύματα της αριστεράς δεν έχουν πλήρως εκφραστεί. Και ενώ σε φραστικό επίπεδο διαφοροποιείται από τις δύο άλλες εκδοχές της αριστεράς, στο πεδίο των πολιτικών αποφάσεων δεν έχει μέχρι τώρα δώσει κάτι διαφορετικό. Προφανώς είναι παγιδευμένη στο δίλημμα να μη χρεωθεί ότι δεν είναι αρκούντως αριστερή παράταξη!
Μια αριστερή πρόταση για να γίνει πλειοψηφική και κυρίως για να εφαρμοστεί σε επίπεδο διακυβέρνησης οφείλει να αποκτήσει πολιτική μετριοπάθεια, συμβιβαστική πρακτική και αναθεωρητικές τάσεις ως προς βασικά στοιχεία της ιδεολογικής σημερινής καθαρότητάς της. Αλλά τότε θα έχει πάψει να είναι αριστερά όπως σήμερα αυτοπροσδιορίζεται. Τελικά θεωρώ ότι αυτή η αντίφαση είναι το κύριο πρόβλημα της αριστεράς.
Υπάρχει ένα βασικό ερώτημα: Μπορεί να εφαρμοστεί μια  οικονομική – πολιτική πρόταση (η ανατροπή του σημερινού κοινωνικού συστήματος) όπως την έχουν διαμορφώσει το Κομμουνιστικό Κόμμα ή ο Συνασπισμός στη σημερινή και αυριανή πολιτική σκηνή της χώρας μας με τις ευρωπαϊκές της εντάξεις και συνθήκες με βάση τους συσχετισμούς των δυνάμεων που ούτως ή άλλως κινούν την ιστορία; Σαφώς και όχι. Το μεν Κομμουνιστικό Κόμμα – που λειτουργεί με σαφή και ορθόδοξα μαρξιστικά πολιτικά εργαλεία – απαντάει ευθέως όχι, ο δε Συνασπισμός “δεν απαντάει” ή λέει μισόλογα για να “λεηλατεί” κοινωνικούς χώρους που δεν αντιστοιχούν στην πολιτική του πλατφόρμα. Αλλά η απόκρυψη της ουσιαστικής του πρότασης δεν μπορεί παρά να έχει μικρή διάρκεια! Η ιστορία είναι αμείλικτη σε αυτές τις παρακμιακές αντιλήψεις και πρακτικές.
   

Δεν υπάρχουν σχόλια: